Τασμανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τασμανός | οι | Τασμανοί |
γενική | του | Τασμανού | των | Τασμανών |
αιτιατική | τον | Τασμανό | τους | Τασμανούς |
κλητική | Τασμανέ | Τασμανοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τασμανός < Τασμανία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Τασμανός αρσενικό (θηλυκό Τασμανή)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Τασμανία