Σχολαριώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σχολαριώτης | οι | Σχολαριώτηδες |
γενική | του | Σχολαριώτη* | των | Σχολαριώτηδων |
αιτιατική | τον | Σχολαριώτη | τους | Σχολαριώτηδες |
κλητική | Σχολαριώτη | Σχολαριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Σχολαριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σχολαριώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣχολαριώτης αρσενικό (θηλυκό Σχολαριώτη ή Σχολαριώτου)