Συνδικιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Συνδικιώτης | οι | Συνδικιώτηδες |
γενική | του | Συνδικιώτη* | των | Συνδικιώτηδων |
αιτιατική | τον | Συνδικιώτη | τους | Συνδικιώτηδες |
κλητική | Συνδικιώτη | Συνδικιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Συνδικιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Συνδικιώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣυνδικιώτης αρσενικό (θηλυκό Συνδικιώτη ή Συνδικιώτου)