Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Συμφερόπολη < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα Συμφερόπολις < ρωσική Симферополь (Simferópolʹ) (αρχαιοπρεπής ονομασία που δόθηκε από τους Ρώσους το 1784, όταν κτίστηκε η πόλη· παλαιότερη γραφή: Сѵмферополь) < αρχαία ελληνικά συμφέρων ή συμφέρ(ον) + -ό- + πόλις, η «πόλη του κοινού καλού», «του οφέλους» [1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Συμφερόπολη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Е.М. Поспелов, Географические названия мира. Топонимический словарь (Γεωγραφικές ονομασίες από όλον τον κόσμο. Τοπωνυμικό λεξικό), επιμέλεια: Р.А. Агеева (Μόσχα: АСТ, ²2002), σ. 384.