Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
Στορισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Κύριο όνομα
1.2.1
Μεταγραφές
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
Στορισμέν
ος
οι
Στορισμέν
οι
γενική
του
Στορισμέν
ου
των
Στορισμέν
ων
αιτιατική
τον
Στορισμέν
ο
τους
Στορισμέν
ους
κλητική
Στορισμέν
ε
Στορισμέν
οι
Ονοματεπώνυμα
-
Κατηγορία
όπως «
Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
Στορισμένος
<
στορισμένος
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Στορισμένος
αρσενικό
(
θηλυκό
Στορισμένου
)
ανδρικό
επώνυμο
Μεταγραφές
επεξεργασία
λατινικοί χαρακτήρες
:
Storismenos