Στεφανιδέλλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Στεφανιδέλλης < + -έλλης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτεφανιδέλλης αρσενικό (θηλυκό Στεφανιδέλλη)
Στεφανιδέλλης αρσενικό (θηλυκό Στεφανιδέλλη)