Στεντσιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Στεντσιώτης | οι | Στεντσιώτηδες |
γενική | του | Στεντσιώτη* | των | Στεντσιώτηδων |
αιτιατική | τον | Στεντσιώτη | τους | Στεντσιώτηδες |
κλητική | Στεντσιώτη | Στεντσιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Στεντσιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Στεντσιώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτεντσιώτης αρσενικό (θηλυκό Στεντσιώτη ή Στεντσιώτου)