Στίλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Στίλια | ||
γενική | της | Στίλιας | ||
αιτιατική | τη | Στίλια | ||
κλητική | Στίλια | |||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Στίλια < στύλος[1]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsti.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στί‐λια
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτίλια θηλυκό, μόνο στον ενικό