↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σπυρέτος οι Σπυρέτοι
      γενική του Σπυρέτου των Σπυρέτων
    αιτιατική τον Σπυρέτο τους Σπυρέτους
     κλητική Σπυρέτε Σπυρέτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σπυρέτος < Σπύρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -έτος < ιταλικά -etto

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σπυρέτος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία