Σκῦρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | Σκῦρος | οἱ/αἱ | Σκῦροι |
γενική | τοῦ/τῆς | Σκύρου | τῶν | Σκύρων |
δοτική | τῷ/τῇ | Σκύρῳ | τοῖς/ταῖς | Σκύροις |
αιτιατική | τὸν/τὴν | Σκῦρον | τοὺς/τὰς | Σκύρους |
κλητική ὦ! | Σκῦρε | Σκῦροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Σκύρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Σκύροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «πῶλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σκῦρος < σκῦρος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκῦρος
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- Σκῦρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Σκῦρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press