Δείτε επίσης: Σκύρος, σκῦρος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / Σκῦρος οἱ/αἱ Σκῦροι
      γενική τοῦ/τῆς Σκύρου τῶν Σκύρων
      δοτική τῷ/τῇ Σκύρ τοῖς/ταῖς Σκύροις
    αιτιατική τὸν/τὴν Σκῦρον τοὺς/τὰς Σκύρους
     κλητική ! Σκῦρε Σκῦροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Σκύρω
γεν-δοτ τοῖν  Σκύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «πῶλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σκῦρος < σκῦρος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σκῦρος

  1. νησί της Ελλάδας, η Σκύρος (θηλυκό)
  2. ανδρικό όνομα (αρσενικό)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία