Σκοτεινιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σκοτεινιώτης | οι | Σκοτεινιώτηδες |
γενική | του | Σκοτεινιώτη* | των | Σκοτεινιώτηδων |
αιτιατική | τον | Σκοτεινιώτη | τους | Σκοτεινιώτηδες |
κλητική | Σκοτεινιώτη | Σκοτεινιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Σκοτεινιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σκοτεινιώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκοτεινιώτης αρσενικό (θηλυκό Σκοτεινιώτη ή Σκοτεινιώτου)