↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σκληθριώτισσα οι Σκληθριώτισσες
      γενική της Σκληθριώτισσας των Σκληθριωτισσών
    αιτιατική τη Σκληθριώτισσα τις Σκληθριώτισσες
     κλητική Σκληθριώτισσα Σκληθριώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σκληθριώτισσα < Σκληθριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skli.θɾiˈo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σκλη‐θρι‐ώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σκληθριώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σκληθριώτης