Σιφωνιάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σι‐φω‐νιά‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
Σιφωνιάτης αρσενικό, (θηλυκό Σιφωνιάτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή ο Ναξιώτης που κατάγεται από τις Σίφωνες
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Σιφωνιάτης
|