Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Σιγδίτσα
      γενική της Σιγδίτσας
    αιτιατική τη Σιγδίτσα
     κλητική Σιγδίτσα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σιγδίτσα < σλαβικής προέλευσης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈɣði.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σι‐γδί‐τσα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σιγδίτσα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ Α 206, 28 Σεπτεμβρίου 1927