Σερπετός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σερπετός | οι | Σερπετοί |
γενική | του | Σερπετού | των | Σερπετών |
αιτιατική | τον | Σερπετό | τους | Σερπετούς |
κλητική | Σερπετέ | Σερπετοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σερπετός < σερπετός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σερπετός αρσενικό (θηλυκό Σερπετού)