Σεργούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σεργούλα | ||
γενική | της | Σεργούλας | ||
αιτιατική | τη | Σεργούλα | ||
κλητική | Σεργούλα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σεργούλα < + -ούλα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /seɾˈɣu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σερ‐γού‐λα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣεργούλα θηλυκό, μόνο στον ενικό