Δείτε επίσης: σαρώματα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Σαρώματα
      γενική των Σαρωμάτων
    αιτιατική τα Σαρώματα
     κλητική Σαρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σαρώματα < σαρώματα < πληθυντικός αριθμός του σάρωμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /saˈɾo.ma.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σα‐ρώ‐μα‐τα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σαρώματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία