Σαντορινιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σαντορινιά | οι | Σαντορινιές |
γενική | της | Σαντορινιάς | των | Σαντορινιών |
αιτιατική | τη | Σαντορινιά | τις | Σαντορινιές |
κλητική | Σαντορινιά | Σαντορινιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σαντορινιά < θηλυκό του Σαντορινιός
Ουσιαστικό επεξεργασία
Σαντορινιά θηλυκό
- γυναίκα από τη Σαντορίνη