Σαλαβριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σαλαβριά | ||
γενική | της | Σαλαβριάς | ||
αιτιατική | τη | Σαλαβριά | ||
κλητική | Σαλαβριά | |||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σαλαβριά < μεσαιωνική ελληνική Σαλαβρία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣαλαβριά θηλυκό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του Σαλαβριάς, ονομασία του Πηνειού ποταμού