Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σαβά < αρχαία ελληνική Σάϐα < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή שבא • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σαβά ουδέτερο, άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία