Σίδερα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Σίδερα | ||
γενική | των | Σίδερων | ||
αιτιατική | τα | Σίδερα | ||
κλητική | Σίδερα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σίδερα < σίδερα, σιδηροδρομική γραμμή· από ανισόπεδο κόμβο του σιδηροδρόμου Λαυρίου - Αγίων Αναργύρων που υπήρχε στην περιοχή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣίδερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό