↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ρυακιώτισσα οι Ρυακιώτισσες
      γενική της Ρυακιώτισσας των Ρυακιωτισσών
    αιτιατική τη Ρυακιώτισσα τις Ρυακιώτισσες
     κλητική Ρυακιώτισσα Ρυακιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ρυακιώτισσα < Ρυακιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾi.aˈco.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρυ‐α‐κιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ρυακιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → και δείτε τη λέξη Ρυάκι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ρυακιώτης