Ρούσσος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ρούσσος | οι | Ρούσσοι |
γενική | του | Ρούσσου | των | Ρούσσων |
αιτιατική | τον | Ρούσσο | τους | Ρούσσους |
κλητική | Ρούσσε | Ρούσσοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ρούσσος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ρούσσος
|