Ρεντιώτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ρεντιώτισσα < Ρεντιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾenˈdʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρε‐ντιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ρεντιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Ρεντιώτης
Συγγενικά επεξεργασία
- ρεντιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Ρέντης
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ρεντιώτης
Ρεντιώτισσα
|