Προσηλιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Προσηλιώτισσα < Προσηλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.siˈʎo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Προ‐ση‐λιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠροσηλιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Προσηλιώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Προσήλιο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Προσηλιώτης
Προσηλιώτισσα
|