Πουρνιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πουρνιώτισσα < Πουρνιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /puɾˈɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πουρ‐νιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠουρνιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Πουρνιώτης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Πουρνιώτης
Πουρνιώτισσα
|