Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: Ελλειπή στοιχεία.



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πομπηιούπολῐς αἱ Πομπηιουπόλεις
      γενική τῆς Πομπηιουπόλεως τῶν Πομπηιουπόλεων
      δοτική τῇ Πομπηιουπόλει ταῖς Πομπηιουπόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Πομπηιούπολῐν τὰς Πομπηιουπόλεις
     κλητική ! Πομπηιούπολῐ Πομπηιουπόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πομπηιουπόλει
γεν-δοτ τοῖν  Πομπηιουπολέοιν
Συνήθως στον ενικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πομπηιούπολις < (ελληνιστική κοινή) Πομπήιος, γενική ενικού Πομπηίου + -πολις

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πομπηιούπολις θηλυκό