↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πιτσιώτισσα οι Πιτσιώτισσες
      γενική της Πιτσιώτισσας των Πιτσιωτισσών
    αιτιατική την Πιτσιώτισσα τις Πιτσιώτισσες
     κλητική Πιτσιώτισσα Πιτσιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πιτσιώτισσα < Πιτσιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /piˈt͡sço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός:‐Πι‐τσιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πιτσιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → και δείτε τη λέξη Πίτσι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Πιτσιώτης