Πισιλάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πισιλάτος < + -άτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠισιλάτος αρσενικό (θηλυκό Πισιλάτου)
Πισιλάτος αρσενικό (θηλυκό Πισιλάτου)