Δείτε επίσης: περιστεριώτισσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Περιστεριώτισσα οι Περιστεριώτισσες
      γενική της Περιστεριώτισσας των Περιστεριωτισσών
    αιτιατική την Περιστεριώτισσα τις Περιστεριώτισσες
     κλητική Περιστεριώτισσα Περιστεριώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Περιστεριώτισσα < Περιστεριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ɾi.steɾˈʝo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πε‐ρι‐στε‐ριώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Περιστεριώτισσα θηλυκό

  • (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Περιστεριώτης
    ※  Γι’ αυτό κι εγώ θα τριγυρνώ / μέσα στο Περιστέρι / και μια Περιστεριώτισσα / εγώ θα κάνω ταίρι. (Περιστεριώτισσα, μουσική-στίχοι: Στέλιος Χρυσίνης, α΄ εκτέλεση: Νότα Καλλέλη, 1939)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Περιστεριώτης