Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Περδικοβρυσιώτισσα οι Περδικοβρυσιώτισσες
      γενική της Περδικοβρυσιώτισσας των Περδικοβρυσιωτισσών
    αιτιατική την Περδικοβρυσιώτισσα τις Περδικοβρυσιώτισσες
     κλητική Περδικοβρυσιώτισσα Περδικοβρυσιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Περδικοβρυσιώτισσα < Περδικοβρυσιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /peɾ.ði.ko.vɾiˈsço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Περ‐δι‐κο‐βρυ‐σιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Περδικοβρυσιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Περδικοβρυσιώτης