Περαιώτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Περαιώτισσα < Περαιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ɾeˈo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐ραι‐ώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Περαιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Περαιώτης
- (πατριδωνυμικό, λαϊκότροπο) η Πειραιώτισσα
Συγγενικά επεξεργασία
- περαιώτικος
- → και δείτε τις λέξεις Περαίας και Περαία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Περαιώτης
Περαιώτισσα
|