Πελάγιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πελάγιος | οι | Πελάγιοι |
γενική | του | Πελάγιου & Πελαγίου |
των | Πελάγιων & Πελαγίων |
αιτιατική | τον | Πελάγιο | τους | Πελάγιους & Πελαγίους |
κλητική | Πελάγιε | Πελάγιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πελάγιος < (παρετυμολογικά θα μπορούσε να θεωρηθεί αρσενικό του ονόματος Πελαγία)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠελάγιος αρσενικό