Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Παρνασσίδα
      γενική της Παρνασσίδας
    αιτιατική την Παρνασσίδα
     κλητική Παρνασσίδα
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η θέση της Παρνασσίδας στη Στερεά Ελλάδα

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παρνασσίδα < αρχαία ελληνική Παρνασσίς < Παρνασσός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paɾ.naˈsi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Παρ‐νασ‐σί‐δα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παρνασσίδα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία