Παρκιώτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Παρκιώτισσα < Παρκιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /parˈco.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Παρ‐κιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Παρκιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό, σπάνιο) θηλυκό του Παρκιώτης
Συγγενικά επεξεργασία
- → και δείτε τη λέξη Παρκιό
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Παρκιώτισσα
Παρκιώτισσα
|