Παμβωτάδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Παμβωτάδες | ||
γενική | των | Παμβωταδών | ||
αιτιατική | τους | Παμβωτάδες | ||
κλητική | Παμβωτάδες | |||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παμβωτάδες < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Παμβωτάδαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pam.voˈta.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Παμ‐βω‐τά‐δες
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαμβωτάδες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό