Παλαιοκαστρίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Παλαιοκαστρίτισσα < Παλαιοκαστρίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.le.o.kaˈstɾi.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐λαι‐ο‐κα‐στρί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαλαιοκαστρίτισσα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Παλαιόκαστρο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Παλαιοκαστρίτης
Παλαιοκαστρίτισσα
|