Πέτασος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Πέτασος | οἱ | Πέτασοι |
γενική | τοῦ | Πετάσου | τῶν | Πετάσων |
δοτική | τῷ | Πετάσῳ | τοῖς | Πετάσοις |
αιτιατική | τὸν | Πέτασον | τοὺς | Πετάσους |
κλητική ὦ! | Πέτασε | Πέτασοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πετάσω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Πετάσοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πέτασος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠέτασος αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press