Οριώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Οριώτης | οι | Οριώτηδες |
γενική | του | Οριώτη* | των | Οριώτηδων |
αιτιατική | τον | Οριώτη | τους | Οριώτηδες |
κλητική | Οριώτη | Οριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Οριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Οριώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟριώτης αρσενικό (θηλυκό Οριώτη ή Οριώτου)