Οδομαντική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Οδομαντική | ||
γενική | της | Οδομαντικής | ||
αιτιατική | την | Οδομαντική | ||
κλητική | Οδομαντική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Οδομαντική < αρχαία ελληνική Ὀδόμαντ(οι), εθνωνύμιο + -ική, θηλυκό του -ικός όπως αν ουσιαστικοποιημένο από τύπο *οδομαντικός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Οδομαντική θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Οδομαντική
|
Πηγές επεξεργασία
- Οδομαντική - τοπωνύμια & ονόματα - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012