Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Οδομαντική
      γενική της Οδομαντικής
    αιτιατική την Οδομαντική
     κλητική Οδομαντική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Οδομαντική < αρχαία ελληνική Ὀδόμαντ(οι), εθνωνύμιο + -ική, θηλυκό του -ικός όπως αν ουσιαστικοποιημένο από τύπο *οδομαντικός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Οδομαντική θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία