Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ξυπεταιών οἱ Ξυπεταιόνες
      γενική τοῦ Ξυπεταιόνος τῶν Ξυπεταιόνων
      δοτική τῷ Ξυπεταιόν τοῖς Ξυπεταιόσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ξυπεταιόν τοὺς Ξυπεταιόνᾰς
     κλητική ! Ξυπεταιών Ξυπεταιόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ξυπεταιόνε
γεν-δοτ τοῖν  Ξυπεταιόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ξυπεταιών < Ξυπέτη + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Ξυπεταιών, -όνος αρσενικό (σπανιότερα -ῶνος)

Άλλες μορφές επεξεργασία

μεγαγενέστερες:

  Πηγές επεξεργασία