Ξυλικιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ξυλικιώτισσα < Ξυλικιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksi.liˈco.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ξυ‐λι‐κιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΞυλικιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Ξυλικιώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Ξυλικοί
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ξυλικιώτης
Ξυλικιώτισσα
|