Νέλσων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Νέλσων | οι | Νέλσονες |
γενική | του | Νέλσονος | των | Νελσόνων |
αιτιατική | τον | Νέλσονα | τους | Νέλσονες |
κλητική | Νέλσων & Νέλσον* |
Νέλσονες | ||
* Κατά την αρχαία κλίση. | ||||
Κατηγορία όπως «νηογνώμων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Νέλσων < (λόγιο δάνειο) αγγλική Nelson (όνομα και επώνυμο) + -ων
Κύριο όνομα επεξεργασία
Νέλσων αρσενικό
Άλλες γραφές επεξεργασία
- Νέλσον (απλή μεταγραφή)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Οράτιος Νέλσων στη Βικιπαίδεια , 1758-1805, άγγλος ναύαρχος της ναυμαχίας Τραφάλγκαρ