Μύωψ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Μύωψ | οἱ | Μύωπες |
γενική | τοῦ | Μύωπος | τῶν | Μυώπων |
δοτική | τῷ | Μύωπῐ | τοῖς | Μύωψῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Μύωπᾰ | τοὺς | Μύωπᾰς |
κλητική ὦ! | Μύωψ | Μύωπες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μύωπε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Μυώποιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μύωψ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜύωψ αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press