Μύρων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μύρων < αρχαία ελληνική Μύρων
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜύρων αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Μύρων | οἱ | Μύρωνες |
γενική | τοῦ | Μύρωνος | τῶν | Μυρώνων |
δοτική | τῷ | Μύρωνῐ | τοῖς | Μύρωσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Μύρωνᾰ | τοὺς | Μύρωνᾰς |
κλητική ὦ! | Μύρων | Μύρωνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μύρωνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Μυρώνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μύρων < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜύρων αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μύρων
|