Μυλούζη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μυλούζη | ||
γενική | της | Μυλούζης | ||
αιτιατική | τη | Μυλούζη | ||
κλητική | Μυλούζη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μυλούζη < (άμεσο δάνειο) γαλλική Mulhouse + -η
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜυλούζη θηλυκό
- άλλη μορφή του Μιλούζ