Μπραλιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μπραλιώτισσα < Μπραλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bɾaˈʎo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπρα‐λιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜπραλιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Μπραλιώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Μπράλος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μπραλιώτης
Μπραλιώτισσα
|