Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπενελούξ < (άμεσο δάνειο) αγγλική Benelux < Belgium Netherlands Luxembourg

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /be.neˈluks/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπε‐νε‐λούξ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μπενελούξ θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία