Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μοναρχιανισμός οι Μοναρχιανισμοί
      γενική του Μοναρχιανισμού των Μοναρχιανισμών
    αιτιατική τον Μοναρχιανισμό τους Μοναρχιανισμούς
     κλητική Μοναρχιανισμέ Μοναρχιανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μοναρχιανισμός < μοναρχία + -ισμός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μοναρχιανισμός αρσενικό

  • σύνολο χριστιανικών θεολογικών διδασκαλιών που παρουσιάστηκαν κατά τον 2ο αιώνα και επικεντρώνονται στο ότι ο Θεός είναι ένας, και ότι Αυτός μόνος είναι ο μοναδικός κυρίαρχος.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία