Μικρασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μικρασία | οι | Μικρασίες |
γενική | της | Μικρασίας | των | Μικρασιών |
αιτιατική | τη | Μικρασία | τις | Μικρασίες |
κλητική | Μικρασία | Μικρασίες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μικρασία < μικρ- + Ασία < Μικρά Ασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μικρασία θηλυκό
- → δείτε τη λέξη Μικρά Ασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μικρασία
→ δείτε τη λέξη Μικρά Ασία |